- αραβόγλωσσος
- αραβόγλωσσος, -η, -ο και αραβόφωνος, -η, -οαυτός που έχει μητρική γλώσσα την αραβική, αλλά δεν είναι Άραβας στην εθνικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αραβόγλωσσος — η, ο ο αραβόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ( βος) + γλωσσος < γλώσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Παύλο Καρολίδη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αραβόφωνος — η, ο βλ. αραβόγλωσσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)